Ο ΦΟΝΟΣ ΕΝ ΠΟΛΕΜΩ
ΠΩΣ ΣΥΜΒΙΒΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ:
"ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ" ΚΑΙ "ΑΓΑΠΑ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΟΥ"
Ένα βαθύτατο υπαρξιακό ερώτημα για
όσους συνδυάζουν την ιδιότητα του χριστιανού και του
πατριώτη ή του ευσυνείδητου στρατιωτικού είναι: πώς μπορούν
να εφαρμόσουν το χριστιανικό "Ου φονεύσεις" με
τον έστω αναγκαστικό φόνο για την άμυνα της Πατρίδας σε έναν απρόκλητο και
αμυντικό πόλεμο; Στο ερώτημα αυτό δίνει απάντηση στο συγκλονιστικό
κήρυγμά του απευθυνόμενος σε στρατιώτες ένας γέροντας ιερέας σε
ένα παραλιακό χωριό της Μάγχης λίγο πριν την απόβαση στην Νορμανδία κατά το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ακριβώς το περιγράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Ίρβινγκ
Σόου στο πολύ παραστατικό βιβλίο του για τον πόλεμο:Ο χορός των
Καταραμένων (έκδοση Μέλισσα, χχ, σσ. 272-280).
Το κείμενο αυτό, που παρατίθεται με ερυθρού χρώματος
στοιχεία ανάμεσα στα πολύ ενδιαφέροντα συμφραζόμενα, λίγο πριν και λίγο μετά το
κήρυγμα, έχει δώσει απαντήσεις σε εναγώνια ερωτήματα επωνύμων στρατιωτικών, οι
οποίοι μαζί με τον πατριωτισμό τους θεωρούν αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα
τους και τη βαθειά χριστιανική τους πίστη. Στο κείμενο διατηρείται η γλώσσα και
η ορθογραφία του μεταφραστή (Οθ. Αργυρόπουλου) και του εκδότη,
τονισμένο μόνο κατά το μονοτονικό σύστημα.
« Η
Μάγχη απλωνόταν μπροστά του, τυλιγμένη στο γκρίζο παγερό χρώμα της. Η καταχνιά
έκρυβε ακόμα τις γαλλικές ακτές. Στο τέλος του δρόμου, ένα μπρούτζινο μνημείο,
καταφαγωμένο και μαυρισμένο από θαλασσινούς ανέμους. Ο Νόαχ διάβασε την
επιγραφή, που θύμιζε πως από κει είχαν περάσει στον περασμένο πόλεμο
Άγγλοι στρατιώτες, τραβώντας για τη
Γαλλία...
Ο
Νόαχ σταμάτησε, κύτταξε τη θάλασσα. Η Γαλλία βρισκόταν εκπληκτικά κοντά.
Τεντώνοντας τα μάτια του, σαν να ξεχώριζε με τη φαντασία του, απ’ αντίκρυ ένα
καμιόνι που ξεπρόβαλλε στην κατηφοριά του δρόμου, όχι μακρυά από μιάν εκκλησία,
που το καμπαναριό της υψωνόταν προς τον απέραντο ορίζοντα. θα ήταν το δίχως
άλλο σκέφτηκε ο Νόαχ, ένα στρατιωτικό καμιόνι, γεμάτο φυσικά από Γερμανούς
στρατιώτες, που πήγαιναν στην εκκλησία. Ήταν τόσο παράξενο να βλέπη από τόσο
κοντά το εχθρικό έδαφος, ξέροντας πως ο εχθρός μπορούσε να τον δη από απέναντι,
μέσα από τα κιάλια του. Σε κάθε πόλεμο, από τη στιγμή που δύο εχθροί θα
συναντηθούν, φαίνεται λογικό να μην κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να αλληλοσκοτωθούν.
«Κι όμως, σκέφτηκε ο Νόαχ, τώρα που τους βλέπω από τόσο κοντά, μου φαίνεται πως
δεν θα ήταν και τόσο εύκολο να τους σκοτώσω»....
Ο
Νόαχ προσπέρασε. Σταμάτησε απέναντι από την εκκλησία. Ήταν ένα χαμηλόθωρο
κτίριο από πελεκητή πέτρα, μ’ ένα βαρύ τετράγωνο καμπαναριό. Ο Θεός που
λατρευόταν σ’ αυτήν την εκκλησία, θα έπρεπε να είναι ένας Θεός αυστηρός και
ανελέητος, ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ένας Θεός που επέβαλλε τον νόμο του
χωρίς διακρίσεις και λεπτότητες. Ήταν ένας Θεός των απόκρημνων εκείνων βράχων,
της θύελλας και της καταιγίδας, πολύ πιο πρόθυμος να αποδώση δικαιοσύνη παρά να
χαρίσει την συγνώμη του. Υπήρχε ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο στο κέντρο της
πρασιάς, μια ζωοφόρος στην είσοδο του πρεσβυτερίου και στη γωνιά της πρασιάς,
ένα μπλόκ από αντιαρματικά φράγματα, για να σταματήσουν με αυτά τους Γερμανούς,
που δεν είχαν υπερφαλαγγίσει εκείνες τις απόκρημνες ακτές, όπως είχαν υποσχεθεί
να το κάνουν στα 1940.
Η
λειτουργία είχε αρχίσει. Οι πιστοί έψελναν έναν εκκλησιαστικό ύμνο, με την
συνοδεία του οργάνου, κυριαρχούσαν οι φωνές των παιδιών και των γυναικών. Κάτι
τον έσπρωξε τον Νόαχ και μπήκε στην εκκλησία.
Δεν ήταν
πολυάριθμο το εκκλησίασμα. Ο Νόαχ πήγε και κάθισε στο βάθος της εκκλησίας, σ’
έναν από τους αδειανούς ξύλινους πάγκους. Τα πιο πολλά απ’ τα παράθυρα είχαν τα
τζάμια τους σπασμένα, κάμποσα απ’ αυτά τα είχαν ψευτοβουλώσει με χαρτόνια, άλλα
είχαν απομείνει έτσι, όπως τα είχαν καταντήσει οι βομβαρδισμοί. Ο άνεμος που
έφτανε από τη Μάγχη χωνόταν από τις ανοιχτές τρύπες, ανέμιζε τα φορέματα,
ξεφύλλιζε τις σελίδες από τις βίβλους, ανακάτωνε τα μαλλιά του παπά, που
στεκόταν όρθιος, σαν βυθισμένος στα όνειρά το, σαλεύοντας πέρα – δώθε το κορμί
του στον ρυθμό του εκκλησιαστικού ύμνου, θυμίζοντας έτσι με το λεπτό ρυτιδωμένο
πρόσωπό και χιονόλευκα μαλλιά του κάποιον γέρο αστρονόμο ή κάποιον γέρο
πιανίστα, που ήσαν τόσο απορροφημένοι από τις φούγκες τους και τ’ αστέρια τους,
για να σκεφτούν να πάνε στο κουρείο.
Ο
Νόαχ δεν είχε πάει ποτέ του στη συναγωγή. Η ακατάπαυστη ρητορική, οι απέραντες
γνώσεις του πατέρα του πάνω στην εκκλησιαστική φιλολογία, είχαν καταφέρει να
συσκοτίσουν την ιδέα του Θεού στο μυαλό του Νόαχ. Κι από τον καιρό που
βρισκόταν στο στρατό, δεν είχε αισθανθεί ποτέ την επιθυμία να συζητήσει με τους
στρατιωτικούς ιερείς, τόσο τους Χριστιανούς όσο και τους Εβραίους. Του
φαίνονταν όλοι τους τόσο στρατιώτες, τόσο προσγειωμένοι, τόσο όμοιοι με τους
άλλους λοχαγούς και διοικητές του στρατεύματος, για να μπορέσουν να του
προσφέρουν μιαν αποφασιστική βοήθεια στις πνευματικές του ανησυχίες. Φανταζόταν
πάντοτε, πως αν πήγαινε να τους πη: «Πάτερ μου, αμάρτησα» ή «πάτερ
μου, η κόλαση με τρομάζει», εκείνοι θα περιορίζονταν να τον χτυπήσουν στην
πλάτη, να του θυμίσουν ένα άρθρο των στρατιωτικών κανονισμών και να τον
στείλουν να καθαρίση το τουφέκι του.
Παρακολούθησε
αφηρημένος την λειτουργία. Σηκώθηκε την ίδια στιγμή που σηκώθηκαν κι οι άλλοι,
κάθισε την ίδια ώρα μαζί τους, άκουσε, χωρίς να προσπαθή να καταλάβη, τα λόγια,
τις μελωδίες των ψαλμών, πολεμώντας όλη την ώρα να μη χάνη από τα μάτια του
ούτε στιγμή την λεπτή και κουρασμένη φυσιογνωμία του παπά.
Ύστερα το
εκκλησίασμα έκλεισε τις βίβλους, τα παιδιά σταμάτησαν να ψέλνουν, τα δυό μακρυά
σκελετωμένα χέρια του παπά συμπλέχτηκαν πάνω στον άμβωνα και ο γέροντας άρχισε
το κήρυγμά του.
Στην αρχή, ο
Νόαχ δεν ξεχώριζε τα λόγια. Το πνεύμα του κοιμόταν, σαν να άκουγε μουσική,
χωρίς να παρακολουθή με προσοχή την μελωδία ή την εξέλιξη του συμφωνικού
θέματος. Ο παπάς είχε μια γλυκιά και σοβαρή γεροντική φωνή, που πότε – πότε
χανόταν μέσα στη βουή του ανέμου που γλυστρούσε μέσα από σπασμένα τζάμια. Ήταν
μια φωνή χωρίς το παραμικρό επαγγελματικό πάθος, χωρίς κανένα τελετουργικό
ρυθμό, μια φωνή λυτρωμένη από τις συνηθισμένες λειτουργικές διδαχές, μια φωνή
τόσο βαθειά θρησκευτική, που ωστόσο είχε πάψει από καιρό να είναι φωνή ενός
παπά.
« ... Η αγάπη έλεγε ο γέροντας, η αγάπη, ίδια προσταγή του
Χριστού, δεν δέχεται, δεν δέχεται καμμιά διάκριση, κανέναν υπολογισμό, καμμιάν
υποχώρηση, καμμιά διαφορά στην ερμηνεία της. Μας λεν να αγαπάμε τον γείτονά μας
σαν κι εμάς τους ίδιους, και τον εχθρό μας σαν αδελφό μας, κι αυτές οι λέξεις
είναι τόσο ξεκάθαρες, και τόσο απλές στη σημασία τους σαν το βαρίδι που βάζουμε
στην πλάστιγγα της ζυγαριάς, για να ζυγιάσουμε τις πράξεις μας.
» Κατοικούμε πάνω στη Μάγχη, μα όχι στις όχθες της Μάγχης.
Κατοικούμε ανάμεσα στα φύκια και τα χαλίκια που τα έχουν στιλβώσει οι
παλίρροιες, ανάμεσα στις αλυκές και τα κόκκαλα
εκείνων που έχουν πνιγεί μέσα στα σκοτεινά βάραθρα, και πάνω από τα
κεφάλια μας ξεσπούν οι χείμαρροι του μίσους του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και
προς τον Θεό. Ζούμε ανάμεσα στα κανόνια, και οι φωτιές των κεραυνών μάς
εμποδίζουν να ακούσουμε τη γλυκειά φωνή του Θεού ανάμεσα από τις κραυγές της
εκδικήσεως. Βλέπουμε τις πολιτείες μας να γίνωνται σκόνη κάτω από τις εχθρικές
βόμβες, και θρηνούμε τα παιδιά μας που πέφτουν πρόωρα κάτω από τις σφαίρες του
εχθρού, και χτυπάμε με τη σειρά μας, άγρια, σκληρά, με όλη τη δύναμη του μίσους
μας τα δικά τους παιδιά και τις δικές τους πολιτείες. Ο εχθρός είναι πιο άγριος
από την τίγρη, πιο αδηφάγος κι απ’ το σκυλόψαρο, πιο ανελέητος κι από το λύκο.
Και για να υπερασπιστούμε τις αρχές μας της τιμής και της μετριοπάθειας,
γινόμαστε πιο πολύ τίγρεις, λύκοι και σκυλόψαρα κι απ’ αυτόν τον ίδιον. Θα
μπορέσουμε να ισχυριστούμε, στο τέλος αυτού του πολέμου, πως θα έχουμε κερδίσει
τη νίκη; Οι αρχές που υπερασπίζουμε, εξαφανίζονται με τις νίκες μας, όπως δεν
θα χάνονταν ποτέ με τις ήττες μας. Οι προσευχές που βγαίνουν από τις καρδιές
μας που έχουν σκληράνει, φτάνουν ακόμα ίσαμε το Θεό κάθε Κυριακή, ύστερα από
μια βδομάδα που έχει περάσει με το να σκοτώνουμε αθώους, να αφανίζουμε με τις
βόμβες μας εκκλησίες και μουσεία, να καίμε βιβλιοθήκες, να θάβουμε μητέρες και
παιδιά μέσα στο ατσάλι και το μπετόν, που έχουν γίνει τα σύμβολα του αιώνα μας;
» Μην κομπάζετε, διαβάζοντας στις εφημερίδες σας, για τις
εκατοντάδες τόννους από βόμβες που
σπείρατε στην τύχη πάνω στη δύστυχη γη της Γερμανίας, γιατί θα σας αποκριθώ πως
ρίξατε αυτές τις βόμβες καταπάνω μου, καταπάνω στον παπά σας, στην εκκλησία
σας, καταπάνω σε σας τους ίδιους και τον ίδιο το Θεό σας. Ιστορήστε μου
καλύτερα πως κλάψατε αφού σκοτώσατε τον Γερμανό, που είχε σταθεί αντίκρυ σας
πάνοπλος και επικίνδυνος, και τότε εγώ θα σας αποκριθώ: είσαστε οι υπερασπιστές
μου και οι υπερασπιστές της εκκλησίας μου και της Αγγλίας μου.
» Βλέπω πολλούς στρατιώτες ανάμεσά στο σημερινό εκκλησίασμα και
ξέρω πως έχουν το δικαίωμα να με ρωτήσουν: «Τι είναι για έναν στρατιώτη η αγάπη
του πλησίον; Πώς μπορεί ένας στρατιώτης να σέβεται τον λόγο του Χριστού; Πώς
μπορεί ένας στρατιώτης να αγαπάει τους εχθρούς του;». Και εγώ θα τους αποκριθώ:
Σκοτώστε χωρίς μίσος και χωρίς την επιθυμία του σκοτωμού, με τη συναίσθηση της
τραγωδίας και της αμαρτίας, μιας αμαρτίας που βαραίνει το ίδιο σε σας όσο και
στο θύμα σας. Γιατί, τι άλλο από την αδιαφορία σας, από την αδυναμία σας, κι
από την απληστία σας είναι εκείνα που οπλίζουν το χέρι σας και το οδηγούν για να σκοτώνετε στα πεδία της μάχης;
Αγωνίστηκε, έκλαψε, ικέτεψε ο εχθρός σας και σεις αποκριθήκατε: Δεν ακούω
τίποτα. Ύστερα, ξανάπιασε το όπλο του και σεις είπατε: Τώρα τον ακούω. Ας τον
σκοτώσουμε.
» Σκοτώστε τον, συνέχιζε τώρα ο ιερέας με μια φωνή που άρχιζε να
αδυνατίζη. Σκοτώστε τον, αφού αυτό είναι
το χρέος σας, αφού μέσα απ’ τις αδυναμίες και τα σφάλματά μας, δεν μπορέσαμε να
βρούμε άλλον δρόμον που να μας οδηγή προς την ειρήνη, σκοτώνετε όμως με τύψεις,
με πόνο, σκοτώνετε με οίκτο, με φειδώ και με περίσκεψη, χωρίς εκδικητικό
πνεύμα, γιατί η εκδίκηση είναι έργο μόνο του Κυρίου. Ένα μόνο να έχετε υπ’ όψει
σας: πως κάθε ζωή που ανακόπτετε το δρόμο της, φτωχαίνει την ίδια την δικιά σας
ζωή.
» Ελάτε, τέκνα μου. Ξανανεβήτε από το βάραθρο της Μάγχης, πάψτε
να είστε έρμαια των παθών σας. Αγωνιζόμαστε με μακελλάρηδες, ας μη λερώνουμε
όμως τα χέρια μας στα σφαγεία τους. Μην κάνουμε τους εχθρούς μας φαντάσματα, ας
τους κάνουμε πιότερο αδελφούς μας. Αν κρατάμε την ρομφαία του Θεού στα χέρια
μας, καθώς διατεινόμαστε, ας θυμόμαστε πως αυτή η ρομφαία είναι φτιαγμένη από
ευγενικό ατσάλι κι ας μην επιτρέψουμε να μεταβληθή, μέσα στα ίδια μας τα χέρια
σε άτιμο δολοφονικό μαχαίρι.».
Ο γέροντας αναστέναξε κι άρχισε να τρέμη, αλαφρυά, από τον άνεμο
που έμπαινε από τα παράθυρα και του ανακάτωνε τα μαλλιά και τάρριχνε στο μέτωπό
του. Στύλωσε το βλέμμα του στο κενό, πάνω από τα κεφάλια των πιστών του, λες κι
ανάμεσα από τις ονειροπολήσεις του, είχε λησμονήσει ολότελα την παρουσία τους.
Ύστερα, χαμήλωσε τα μάτια κατά τους μισοάδειους πάγκους και χαμογέλασε.
Τώρα, όλο το εκκλησίασμα μουρμούριζε μια τελευταία προσευχή,
έψελνε έναν τελευταίο θρησκευτικό ύμνο. Ο Νόαχ όμως δεν τους άκουγε. Τα λόγια
του γέρου –παπά του είχαν προκαλέσει έναν παράξενο ερεθισμό, του είχαν ξυπνήσει
μέσα του μιαν απέραντη τρυφερότητα για κείνον τον γέροντα, μια τρυφερότητα για
τους ανθρώπους που τον περιστοίχιζαν, για τους στρατιώτες που αγρυπνούσαν ορθοί
κοντά στα κανόνια τους, έστω κι από την άλλη μεριά της Μάγχης, για κάθε τι που
ζούσε κι ήταν έτοιμο να πεθάνη. Τον πλημμύριζαν από μια μυστηριακή ελπίδα.
Λογικά, δεν θάπρεπε να συμφωνήση με τα λόγια του γέροντα. Μα κι ο ίδιος είχε
ξεκινήσει με τον προορισμό να σκοτώνη, ο Νόαχ το καταλάβαινε πως του ήταν
αδύνατο να είναι τόσο αυστηρά χριστιανός, όσο το ζητούσε ο γέρο-παπάς. Αν το
επιχειρούσε, αυτό θα βάραινε στην τύχη του ίδιου του στρατού του και θα έδινε
στον εχθρό, λιγότερο λεπτολόγο και ευσυνείδητο από τον ίδιον, ένα πλεονέκτημα,
που αργά ή γρήγορα θα μπορούσε να του στοιχίση την ίδια του τη ζωή. Ωστόσο, το
κήρυγμα του γέρο-λειτουργού τον γέμιζε ελπίδα. Αν σε μιαν τέτοια ώρα και σ’
έναν τέτοιο τόπο, που μόλις είχε σκορπίσει ο καπνός απ’ τις οβίδες που είχαν
πέσει πριν λίγο, μέσα σε μιαν εκκλησία ακρωτηριασμένη από τον πόλεμο, ανάμεσα
σε τραυματισμένους στρατιώτες και πολίτες που πονούσαν για τους αγαπημένους
τους που είχαν χάσει, μια φωνή μπορούσε να υψωθή , κηρύσσοντας με πάθος την
αδελφοσύνη και την ευσπλαχνία, χωρίς τον φόβο των απαγορεύσεων και των
αντεκδικήσεων, τότε ο κόσμος δεν είχε ακόμα ολότελα χαθεί. Από την άλλη πλευρά
της Μάγχης, ο Νόαχ το ήξερε, δεν
μπορούσε να υψωθή μια παρόμοια φωνή, από την άλλη πλευρά της Μάγχης, βρίσκονταν
άνθρωποι που αργά ή γρήγορα θα γνώριζαν την ήττα. Ο κόσμος δεν θα έπεφτε στα
χέρια τους αλλά στα χέρια τα δικά τους, στα χέρια των ανθρώπων αυτών που
κάθονταν γύρω του και πολλοί απ’ αυτούς νύσταζαν λιγάκι μπροστά στα μάτια του
γέρο-παπά που τους κυττούσαν τώρα γεμάτα συγκατάβαση. όσο θα μπορούσαν ν’
ακούγωνται τέτοιες φωνές στον κόσμο, σκεπτόταν ο Νόαχ, ο γιος του και ο γιος
του γιου του, θα ζούσαν σε μιαν εποχή γεμάτη από εμπιστοσύνη κι από ελπίδα...».
-
Αμήν, είπε ο γέρο-λειτουργός.
- Αμήν, επανέλαβε το εκκλησίασμα.
Ο Νόαχ
σηκώθηκε αργά-αργά και βγήκε. Άμα έφτασε στην πόρτα, σταμάτησε και περίμενε.
Στο προαύλιο της εκκλησίας, ένα παιδί με τόξο και μ’ ένα βέλος στα χέρια,
σημάδευε ένα από τα αντιαρματικά φράγματα. Δεν πέτυχε το στόχο του, σήκωσε το πεσμένο
βέλος του και σημάδεψε για δεύτερη φορά.
Ο
παπάς ήρθε ως την πόρτα κι έσφιγγε τα
χέρια του καθενός από τους ενορίτες του, καθώς αυτοί περνούσαν από μπρος του,
βιαστικοί να ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους για το Κυριακάτικο ψητό. Τα μαλλιά
του ανέμιζαν στον αέρα και ο Νόαχ πρόσεξε πως τα χέρια του γέροντα έτρεμαν σαν
φύλλα. Έμοιαζε να είναι πολύ γέρος και διάφανος σαν το γυαλί.
Ο Νόαχ
περίμενε ως που να διαλυθή το εκκλησίασμα. Ύστερα, την στιγμή που ο παπάς
ετοιμαζόταν να γυρίση πίσω στην εκκλησία, τον σταμάτησε.
- Πάτερ μου, ρώτησε, χωρίς καλά- καλά να ξέρη τι λογάριαζε να του πη, ανίκανος να αποδώση με λόγια εκείνο το κύμα της ελπίδας και της ευγνωμοσύνης που τον συνέπαιρνε, πάτερ μου, ξανάπε, σας άκουσα που μιλούσατε... λυπάμαι που δεν μπορώ να το εκφράσω με καλύτερα λόγια, αλλά ... σας ευχαριστώ.
- Πάτερ μου, ρώτησε, χωρίς καλά- καλά να ξέρη τι λογάριαζε να του πη, ανίκανος να αποδώση με λόγια εκείνο το κύμα της ελπίδας και της ευγνωμοσύνης που τον συνέπαιρνε, πάτερ μου, ξανάπε, σας άκουσα που μιλούσατε... λυπάμαι που δεν μπορώ να το εκφράσω με καλύτερα λόγια, αλλά ... σας ευχαριστώ.
Ο γέροντας στάθηκε και τον κύτταξε. Τα
σκοτεινά του μάτια, χάνονταν μέσα στις ρυτίδες. Ανασήκωσε τους ώμους και έσφιξε
το χέρι του Νόαχ. Το χέρι του ήταν στεγνό κι είχε μια τέτοια διαφάνεια που ο Νοαχ το έσφιξε με προσοχή, σαν να
φοβόταν μήπως το σπάσει.
- Ευχαριστώ, άκουσε να του λέη ο
γέρο-λειτουργός. Σε σας τους νέους απευθύνομαι το πιο πολύ, γιατί από σας
εξαρτάται να πάρτε τις αποφάσεις σας...Ευχαριστώ.
Εξέτασε περίεργα τη στολή του Νόαχ.
- Α, Καναδός, δεν ειν’ έτσι; τον
ρώτησε ευγενικά.
Ο Νόαχ δεν μπόρεσε να μην χαμογελάση.
- Όχι, πάτερ μου, Αμερικανός.
- Αμερικανός. Α, έκανε ο γέροντας με
αμηχανία. Α, ναι! βέβαια.
Ο Νόαχ είχε την εντύπωση πως ο παπάς
δεν το είχε χωνέψει ακόμα για τα καλά πως η Αμερική είχε βγει στον πόλεμο, πως
θα του το είχαν πει και θα το είχε λησμονήσει δώδεκα φορές τουλάχιστον, και
ακόμα οι στολές δεν διαφέραν μεταξύ τους.
- Καλώς ωρίσατε, είπε ο γέροντας, μ’
ένα πιο ζεστό τόνο στη φωνή του τώρα. .. Α, πρόσθεσε ξαφνικά, ρίχνοντας μια
ματιά στα παράθυρα της εκκλησίας, συγχωρείστε μας για τα σπασμένα τζάμια.
Φοβάμαι μήπως αρπάξατε κανένα κρυολόγημα.
- Όχι, πάτερ μου, είπε ο Νόαχ, και δεν
μπόρεσε για άλλη μια φορά να μην χαμογελάση. Ούτε που το πρόσεξα.
- Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας... Η
Αμερική, χμ... έκανε ξανά αμήχανος ο
γέρο-παπάς. Ο Θεός να σας ευλογή, τέκνον μου, συνέχισε, και να μπορέσετε να
γυρίσετε ξανά στο σπίτι σας και να ξαναβρήτε όλα τα προσφιλή σας πρόσωπα, όταν
θα πάρουν τέλος οι φοβερές αυτές ημέρες που μας περιμένουν.
- Έκανε μερικά βήματα στο εσωτερικό
της εκκλησίας, γύρισε απότομα και ξανάρθε κοντά στον Νόαχ.
- Πές τε μου, τέκνον μου, ρώτησε.
Φαινόταν να έχη ξαναβρεί ξαφνικά την
φλογερή ορμή ενός νέου,
- Πες τε μου ειλικρινά: με περνάτε για
έναν γέρο-ξεκούτη;
Άρπαξε τον Νόαχ από το μπράτσο,
σφίγγοντάς το με μιαν αλόγιαστη δύναμη.
- Όχι πάτερ μου, έκανε μαλακά ο Νόαχ.
Πιστεύω πως είσαστε ένας σπουδαίος άνθρωπος.
Ο γέροντας έρριξε στον Νόαχ ένα
διαπεραστικό βλέμμα. Αναζητούσε χωρίς άλλο να εξακριβώση αν ο Νόαχ μιλούσε ειλικρινά
ή κοροϊδευόταν. Μήπως απόφευγε, από σεβασμό προς την ηλικία του, να εναντιωθή
στις αναχρονιστικές του ιδέες. Φάνηκε ικανοποιημένος από την εξέτασή του. Άφησε
το μπράτσο του Νόαχ, προσπάθησε να του χαμογελάση. Το πρόσωπό του έτρεμε
ολόκληρο.
- Υιέ μου, ω υιέ μου... μουρμούρισε.
Κούνησε την ίδια στιγμή το κεφάλι.
- Οι γέροι, έλεγε τώρα, δεν ξέρουν
τις πιο πολλές φορές σε ποιον κόσμο ζουν, ούτε αν μιλούν για τα λίκνα ή για
τους τάφους... πρόσωπα που είναι πεθαμένα εδώ και πενήντα χρόνια και μιλάω γι’
αυτούς... Πόσων χρονών είσαστε, τέκνον μου;
- Είκοσι τριών, είπε ο Νόαχ.
- Είκοσι τριών, επανέλαβε ο παπάς.
Είκοσι τριών χρόνων...
Σήκωσε το χέρι, άγγιξε το μάγουλο του
Νόαχ.
- Ένα ζωντανό πρόσωπο, μουρμούρισε.
Ζωντανό. Θα προσευχηθώ για σας, παιδί μου.
Ευχαριστώ, λοχα... πάτερ μου, είπε ο
Νόαχ. Οι στρατιωτικοί ιερείς ξέρετε είναι γενικά όλοι τους λοχαγοί, συνέχισε
φανερά στενοχωρημένος για το λάθος του.
- Λοχαγέ μου... έκανε κι ο γέροντας.
Σας τα μαθαίνουν αυτά στο στρατό;
- Ναι, πάτερ μου.
-Τι τρομερό Θεέ μου, πόσο μισώ τους
στρατούς!
Μισόκλεισε τα μάτια, για μια στιγμή
φάνηκε να ξεχνάη τι είχε να κάνη, έρριξε γύρω του ένα αφηρημένο βλέμμα.
- Να ξανάρθετε μιαν άλλη Κυριακή, είπε
κι η φωνή του έδειχνε τώρα κουρασμένη. Ίσως να έχουμε βάλει καινούργια
παράθυρα.
Γύρισε απότομα την ίδια στιγμή, χάθηκε
στο μισοσκόταδο της εκκλησίας.»
Το συγκλονιστικό αυτό
κείμενο, το οποίο είχα μελετήσει στα φοιτητικά μου χρόνια επηρέασε ίσως
ασυναίσθητα και την προσωπική μου επιλογή να εργαστώ ιεραποστολικά όχι σε μια
ενορία ή σε ένα μοναστήρι, αλλά σε ένα χώρο που νέοι άνθρωποι προβληματίζονται
με τέτοια υπαρξιακά ερωτήματα. Τα ίδια αυτά ερωτήματα προβλημάτισαν και εμένα προσωπικά ως
συνειδητό χριστιανό, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας σε νησί
του Ανατολικού Αιγαίου, πριν ακόμα χειροτονηθώ ιερέας, και έδωσα τότε τις
κατάλληλες απαντήσεις. Αυτό όμως που πάντα υποστήριζα ως στρατιωτικός
ιερέας κατά τα είκοσι και πλέον χρόνια της υπηρεσίας μου σε κηρύγματα
και σε ομιλίες σε όλα τα στρατιωτικά ακροατήρια, σε Κέντρα Νεοσυλλέκτων, σε
παραγωγικές σχολές των ΕΔ, σε πλοία και σε παραμεθόρια φυλάκια, σε βουνά
και σε νησιά, ακόμα και σε φιλοπόλεμες Ειδικές Δυνάμεις ήταν πως ο Ελληνικός
Στρατός δεν είναι ένα εργαστήριο μίσους εναντίον κανενός εχθρού, αλλά ένα
εργαστήριο αγάπης και αυτοθυσίας, αγάπης προς την Πατρίδα και αγάπης προς τον
συνάνθρωπο. Αγάπης σαν αυτή που παραγγέλνει ο Χριστός μας προς όλους τους
μαθητές του: "Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει ίνα τις την ψυχήν αυτού θη
υπέρ των φίλων αυτού" (Ιωάν. 15,13) και πως, πάνω απ΄ όλα "Ο
Θεός αγάπη εστί" (Α΄Ιωάννου 4,8). Μόνο από την πίστη αυτή εμπνεόμενοι
μπορούμε να μεγαλουργήσουμε ως Έθνος και ως Πολιτισμός σε περίοδο ειρήνης και
σε καιρό πολέμου. Αν γνωρίζουν οι όποιοι εχθροί ότι αγαπούμε τόσο πολύ, μέχρι
τρέλας, την Πατρίδα, ώστε πρόθυμα να είμαστε αποφασισμένοι να θυσιαστούμε γι
αυτήν (η τρέλα και ο ηρωισμός άλλωστε δεν απέχουν πολύ) δε θα
τολμήσουν ποτέ να δοκιμάσουν την αποφασιστικότητα και την αποτελεσματικότητα
ενός τέτοιου λαού. Ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης ομολογούσε στα Απομνημονεύματά του
πως “όταν πήραμε τα όπλα μας ο κόσμος μας θεωρούσε τρελούς”, κι πως “αν δεν
είμεθα τρελοί δε θα εκάναμεν την Επανάστασιν”.
Όταν, για
παράδειγμα, μετά την καταστροφή της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο, τον Ιούνιο
του 1822, ρώτησαν τον Κανάρη πώς κατόρθωσε ένα τέτοιο ανδραγάθημα τους απάντησε
πως το βράδυ εκείνο, πριν ξεκινήσει με τα πυρπολικά, επήγε και μετάλαβε μαζί με
τους συντρόφους του των αχράντων μυστηρίων και παρακάλεσα, είπε, την Παναγία να
οδηγήσει το χέρι μου για να πετύχει ό,τι αυτή θελήσει για την τιμωρία των
σφαγέων των χιλιάδων αθώων αμάχων της Χίου. Όταν βγήκα από την
Εκκλησία είπα, συνεχίζει ο Κ. Κανάρης, Κωσταντή απόψε θα πεθάνεις. Έ, από
εκείνη τη στιγμή δε φοβόμουν τίποτα πια.
Με την ελπίδα της μικρής ωφελείας από την ανάγνωση των
παραπάνω σκέψεων και προβληματισμών εύχομαι
Καλό σταυρώσιμο και Αναστάσιμο Πάσχα.
Καλό σταυρώσιμο και Αναστάσιμο Πάσχα.
Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Δ.
Μαρμαρινός
Συνταγματάρχης
(ΣΙ), Ιερέας ΓΕΝ-ΣΝΔ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου