Ο Άγγελος Τερζάκης για την ''ιεροτελεστία του Αίματος'' και την ''υπέρβαση του θανάτου''.
... Οι έφεδροι
του 1940 πήγαιναν στο μέτωπο για να κλείσουν την ελληνική Ιστορία μ’ ένα
κεφάλαιο αντάξιό της. Αυτός ο κλήρος τους έλαχε - ήταν μια τραγική και υψηλή
τιμή. Ποτέ άλλοτε, ύστερα από τον ξεσηκωμό του 1821, δεν είχε φουσκώσει έτσι
μέσα στην ελληνική ψυχή το κέφι της λεβεντιάς. Τίποτα το πεισιθάνατο, το
πένθιμο. Αεράκι ανοιξιάτικο είχε αναταράξει τα φυλλοκάρδια. Οι άνθρωποι που σε
καιρούς ειρήνης φαντάζονται το θάνατο συνταιριασμένον αναγκαστικά με το πένθος,
με τη βαρυθυμιά και την απόγνωση, είναι αδύνατο να φανταστούν πως έρχονται
στιγμές όπου η προϋπάντησή του γίνεται πανηγυρισμός της ψυχής. Υπάρχει εδώ ένα
μάθημα ήθους, μια αποκάλυψη που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να πάει χαμένη. Θα
χαθεί αν θυσιαστεί αφελέστατα στο πρωθύστερο μιας λαθεμένης προοπτικής. Στα
παιδιά που φεύγανε για το μέτωπο τον Οκτώβριο του 1940, η ευχή όλων ήταν: «Στο
καλό και με τη νίκη»· κανένας όμως δεν έδινε στη λέξη «νίκη»το φτηνό
περιεχόμενο της παρηγοριάς, την ψευδαίσθηση. Νίκη σήμαινε εδώ αντίκρυσμα του
θανάτου λεβέντικο, χαιρετισμός στο Χάρο από εκείνους που έχουν καρδιά να τον αντικρίσουν κατάματα, τραγουδώντας. Νίκη, στα 1940, σήμαινε νίκη του θανάτου.
Οι πρώτες
ημέρες στα μετόπισθεν είχανε περάσει μέσα σε περισυλλογή αλλά δίχως τρομάρα. Τα
ανακοινωθέντα του Γενικού Στρατηγείου ήταν λιγόλογα και επιφυλακτικά, έδιναν
δικαίωμα μόνο στη μετρημένη αισιοδοξία πως ωστόσο εκεί απάνω γίνεται αγώνας, το
έδαφος της χώρας προασπίζεται με πάθος. Η ζωή είχε αλλάξει ρυθμό, όσοι βρίσκονταν
απομονωμένοι πριν μέσα στις προσωπικές τους έγνοιες, είχανε βγει τώρα από τη
φυλακή του εαυτού τους, επικοινωνούσαν με τους γύρω τους χάρη στην κοινή
έγνοια, τη μοναδική εκείνη κατεύθυνση όπου
γύριζαν τα μάτια ολονών: ένα όραμα από βουνά που βογκάνε και καπνίζουν
χτυπημένα από το κανόνι. Στο προσκήνιο είχε έρθει η εθνική ζωή, η ιδιωτική
αποτραβιόταν πίσω, με μιαν αόριστη συστολή. Ήταν η επιστράτευση των ψυχών, η
αυτόματη. Οι εφημερίδες, περιορισμένες σε δισέλιδα και κάπου κάπου τετρασέλιδα,
δημοσίευαν κάθε μέρα προσκλήσεις σ’ εράνους για τη Φανέλα του Στρατιώτη, για
την Κοινωνική Πρόνοια. Τα βράδια, η συσκότιση των δημοσίων χώρων, η συγκάλυψη
των φώτων, έδινε στις πολιτείες μια νέα όψη, εχέμυθη. Καθένας συλλογιζόταν πως
εκεί απάνω γίνεται την ώρα τούτη η τραγική ιεροτελεστία, η θυσία του αίματος.
Άγγελου
Τερζάκη, Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941, Το Βήμα, βιβλιοθήκη, σσ. 116-117.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου