Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ξενιτεμένα ''παιδιά'' ναυτικής νήσου

                                    


                    Ξενιτεμένα ''παιδιά'' ναυτικής νήσου
                                   Οι 17 Αιγινήτες πολεμιστές στο Μόναχο




                                                              Αρχιμ. Ιουστίνου Μαρμαρινού, Ιερέα ΓΕΝ
                                                              Θεολόγου, πτ. ιστορίας- αρχαιολογίας

Τον Απρίλιο του 2011 συμπληρώθηκαν διακόσια χρόνια από τον ακούσιο εκπατρισμό των ΄΄Αιγινητών Πολεμιστών΄΄ του Τρωικού Πολέμου, των περίφημων αετωματικών γλυπτών του ναού της Αφαίας στην Αίγινα, τα οποία εκτίθενται στην περιώνυμη γλυπτοθήκη του Μονάχου και αναμένουν υπομονετικά εκεί μιαν ακτίδα φωτός, μιαν ελπίδα επιστροφής στην πατρώα γη, από όπου τόσο άδικα και βίαια απομακρύνθηκαν. Παιδιά της μεγάλης ναυτικής δύναμης της Αίγινας έπεσαν κι αυτοί θύματα απαγωγής κατά την εποχή της φρενίτιδας για αναζήτηση και λαφυραγώγηση ελληνικών αρχαιοτήτων, που ακολούθησε τη λεηλασία του Παρθενώνα από το Βρετανό πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη Thomas Bruce, κόμη του Έλγιν, στις αρχές του 19ου αιώνα.
Nα πως ξεκίνησε το ταξίδι αυτό της ξενιτιάς για τους 17 Αιγινήτες νέους. Ήταν  Άνοιξη του 1811, όταν ένα πρωί του Απρίλη ή αξίνα ενός εργάτη στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα χτύπησε ένα κομμάτι παριανό μάρμαρο και, όπως περιγράφει ο βρετανός Cockerell, που ήταν παρών, αμέσως «τράβηξε την προσοχή μου, γιατί όλο το κτίσμα ήταν από πέτρα. Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για το κεφάλι ενός πολεμιστή με περικεφαλαία, καθ΄ όλα τέλειο. Κειτόταν με το πρόσωπο προς τα επάνω και, καθώς τα χαρακτηριστικά αποκαλύπτονταν βαθμιαία, δεν μπορείτε να φανταστείτε τον βαθμό της έκστασης και της συγκίνησης που νιώθαμε. Ένα τελείως νέο κίνητρο έδινε συγκεκριμένη τροπή στη δουλειά μας. Δεν άργησε να ξεφυτρώσει και άλλο κεφάλι, ύστερα ένα πόδι και τελικώς ανακαλύψαμε κάτω από τα γκρεμισμένα τμήματα του ναού όχι λιγότερα από 16 αγάλματα και 13 κεφάλια, χέρια, πόδια κ.λπ.».  Ήταν όλα μέλη από τα περίφημα αετωματικά γλυπτά του ναού της Αφαίας που αναπαριστούν, όπως αποδείχτηκε αργότερα, τους Αιγινήτες πολεμιστές του Τρωικού Πολέμου, όπου διέπρεψαν οι μυθικοί ήρωες της Αίγινας ο Τελαμώνας γιός του Αιακού και ο Ηρακλής καθώς και ο Αίαντας, ο Τεύκρος και ο Αχιλλέας. Μαζί και η Θεά Αθηνά που αποτελούσε την κεντρική μορφή και των δύο αετωμάτων του ανατολικού και του δυτικού.
 Ήταν μία παρέα αρχαιοφίλων, ο βρετανός Charles Robert Cockerell, αρχιτέκτονας και ο συμπατριώτης και ομότεχνός του John Foster, ο βαρόνος  Carl Haller von Hallerstein, γερμανός αυτός, αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος στην υπηρεσία του βασιλιά της Βαυαρίας,  καθώς και ο Jacob  Linckh, που ήταν ζωγράφος (πάντα υπήρχε και ένας ζωγράφος στις αποστολές αυτές για να αποτελεί πρόσχημα φιλότεχνης απεικόνισης των αρχαίων, άλλωστε και ο Λόρδος Elgin άδεια για αποτύπωση των γλυπτών του Παρθενώνα είχε ζητήσει αρχικά). Ήταν όλοι τους θαυμαστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της κλασικής τέχνης. Είχαν ξεκινήσει μαζί από την Αθήνα για την Αίγινα προκειμένου να μελετήσουν, όπως νόμιζαν, το ναό του Πανελληνίου Διός, αυτόν που σήμερα γνωρίζουμε ως ιερό της Αφαίας. Τη δεύτερη κιόλας ημέρα των ανασκαφών ανακάλυψαν το μεγάλο θησαυρό. Ο θαυμασμός και η αγάπη τους για τον αρχαίο πολιτισμό δεν τους εμπόδισε να μεταμορφωθούν, στη θέα των συγκεκριμένων υπέροχων αγαλμάτων, σε άπληστους αρχαιοκάπηλους. Οι ρομαντικοί φιλότεχνοι χωρίς καμία αιδώ σπεύδουν να καταγράψουν τη μεταβολή τους αυτή αμέσως μετά την πρώτη ανακάλυψή τους. «Ένα τελείως νέο κίνητρο, γράφει ο Cockerell, έδινε συγκεκριμένη τροπή στη δουλειά μας…», την οποία δουλειά τόσο καλά έμαθαν ώστε να τη συνεχίσουν αμέσως μετά, το 1812,  με τη λεηλασία ενός ακόμα αρχαιοελληνικού αριστουργήματος, του ναού του Απόλλωνα στις Βάσσες  Αρκαδίας, τα γλυπτά του οποίου κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο.
Τα ευρήματα ήταν σε βάθος «όχι μεγαλύτερο από τρία πόδια από την επιφάνεια του εδάφους», γράφει ο ίδιος ο 22άχρονος τότε Cockerell σε επιστολή προς τον πατέρα του και φυσικά δε μπορούσαν να μείνουν κρυφά, αφού οι Αιγινήτες εργάτες μίλησαν στους συγχωριανούς τους και αυτοί έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν. «Το εύρημά μας, σημειώνει, προκάλεσε την προσοχή των χωρικών, οι οποίοι μας έστειλαν σήμερα μερικούς από τους προκρίτους τους. Εμείς όμως είχαμε καλέσει εγκαίρως μια βάρκα στο πλησιέστερο σημείο με την οποία αποστείλαμε τα ως τώρα ευρεθέντα κομμάτια στην Αθήνα».
Σε ένα παρόμοιο περιστατικό φυγάδευσης αρχαιοτήτων από την Αίγινα λίγα χρόνια αργότερα να πως αντέδρασε ένας άλλος Έλληνας σύμφωνα με τα «Απομνημονεύματα» του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή: ΄΄Χειμώνας στα 1833. Είναι βράδυ. Ένα εγγλέζικο πολεμικό καράβι, πλησίασε στις ακτές της Αίγινας και ναύτες αποβιβάζονται από μια βάρκα. Στην πλατεία είναι ένα άγαλμα, το δένουν κι αρχίζουν να το τραβάνε προς τη θάλασσα. Κάποιος ειδοποιεί τον (Αθανάσιο) Ιατρίδη, κι εκείνος οπλισμένος τρέχει προς τα εκεί, ξεσηκώνοντας με τις φωνές του τον κόσμο. Πέφτουν τουφεκιές, ρίχνονται στους ναύτες με άγριες διαθέσεις, και τελικά τους αναγκάζουν ν’ αφήσουν το άγαλμα και να γυρίσουν άπρακτοι στο καράβι τους. Όπως μαθεύτηκε, το καράβι της αρπαγής το είχε στείλει ο αντιπρέσβυς της Αγγλίας, Δώκινς΄΄.
 «Η ειλικρίνεια αυτών των ανθρώπων, γράφει ο ιστορικός Γεώργιος Τόλιας, στην εισαγωγή του βιβλίου ΄΄Ο πυρετός των μαρμάρων΄΄, αν και αγγίζει τα όρια της αλαζονείας, είναι αφοπλιστική, γιατί κανείς τους δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να συγκαλύψει ορισμένα γεγονότα ή να δικαιολογηθεί για τις πράξεις του. Αντίθετα, ομολογούν όλες τις μεθοδεύσεις τους, τις δωροδοκίες των τούρκων επισήμων, τις κρυφές φυγαδεύσεις των αρχαιοτήτων, τους οικονομικούς διακανονισμούς, τις καταστροφές για τις οποίες ήταν αμέσως ή εμμέσως υπεύθυνοι».
Το αντίτιμο της ελευθερίας των Αιγινητών Πολεμιστών ήταν 800 πιάστρες, περίπου 40 λίρες στερλίνες, τόσα χρειάστηκε να πληρώσουν οι αρχαιοκάπηλοι στις τότε αρχές για να λάβουν άδεια για τις ανασκαφές. Η όλη επιχείρηση ήταν σύντομη, διάρκεσε μόνο ένα εικοσαήμερο, η επιστροφή τους όμως στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου 1811 και η προσπάθειά τους για μια πρώτη συναρμολόγηση των γλυπτών, ήταν και η αρχή της φιλονικίας τους. Οι Βρετανοί ήθελαν τα γλυπτά να καταλήξουν στο Βρετανικό Μουσείο ενώ οι Γερμανοί τα διεκδικούσαν για την πατρίδα τους. Τόσο θαυμάσια ήταν τα  ευρήματά τους και τόσο τέλεια η απόδοση των κινήσεων και των νεύρων των πολεμιστών, ώστε ασφαλώς θα σκέφτονταν και αυτοί όπως ο Έλγιν πως ούτε  «ο Βοναπάρτης δεν θα έχει αποκτήσει παρόμοια αντικείμενα από όλες τις κλοπές του στην Ιταλία». Η είδηση, μάλιστα, της αποκάλυψης των γλυπτών είχε ήδη διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη, πράγμα που έκανε ακόμη και τον Γκαίτε να σχολιάσει το εκπληκτικό εύρημα. 
Τα αρχαία, όμως, κινδύνευαν, αφού η πολιτική κατάσταση  της εποχής ήταν αβέβαιη και δεν εξασφάλιζε τους αρχαιοκάπηλους. Έπρεπε να φυγαδευτούν, και επειδή υπήρχε ο κίνδυνος διάσπασης της συλλογής, οι τέσσερις αποφάσισαν, την ίδρυση μιας «Εταιρείας των  Ερασιτεχνών» (Dilettanti), όπως την ονόμασαν, που θα διασφάλιζε την ενότητα των γλυπτών και θα φρόντιζε να διατεθούν τα αρχαία σε ανοιχτή δημοπρασία.  Το σχέδιο ήταν να μεταφερθούν τα αρχαία στα Αγγλοκρατούμενα τότε Επτάνησα και από εκεί στη Μάλτα για να εκτεθούν σε πλειστηριασμό. Στη προσπάθεια  φυγάδευσης των αρχαίων ζήτησαν τη βοήθεια του Αυστριακού G. Gropius, αλλά και την κάλυψη του Γάλλου προξένου Louis Fauvel, ο οποίος σύμφωνα με δημοσίευμα του "Λόγιου Ερμή", όταν έμαθε τι γίνεται έσπευσε στην Αίγινα και άρπαξε και αυτός ότι μπόρεσε από τα αρχαία, καθώς και ενός συνεργάτη του γνωστού μας Λόρδου Elgin του Giovani Lusieri. Τα μάρμαρα φορτώθηκαν σε άλογα και μουλάρια συσκευασμένα σε καλάθια και φυγαδεύτηκαν νύχτα για τον φόβο των Τούρκων. Αρχικά μεταφέρθηκαν στον Κορινθιακό, στο Πόρτο Γερμενό και από εκεί με πλοίο στη Ζάκυνθο, υπάρχει μάλιστα και ένα σκίτσο του Carl Haller, που δείχνει την πομπή των έμφορτων ζώων συνοδευόμενη από ένοπλους ιππείς, οι οποίοι όμως, σε καμία περίπτωση δε χρειάστηκε να επέμβουν, αφού η μεταφορά έγινε χωρίς κανένα απρόοπτο. Δημοσιεύματα σε βρετανικές και άλλες Ευρωπαϊκές εφημερίδες καθόριζαν την δημοπρασία για την 1η Νοεμβρίου 1812 στη Μάλτα και ως τιμή πώλησης τα 70.000 φιορίνια. Την ίδια εποχή ο ΄΄Λόγιος Ερμής΄΄ δημοσίευε τα εξής: «Τα αγάλματα ταύτα μετακομισθέντα εις Ζάκυνθον πωλούνται εκεί διά δέκα χιλιάδας φλωρίων. Μακάριοι και τρισμακάριοι οι Ζακύνθιοι, αν έδιδαν αυτήν την ποσότητα και ηγόραζαν αυτά, και να στολίσωσι δι΄ αυτών την πόλη των, ίνα μη άλλως απομακρυνθέντα στερηθεί η Ελλάς των τοιούτων αξιολόγων λειψάνων της αρχαιότητος». Η δημοπρασία τελικά έγινε στη Ζάκυνθο, για το φόβο της μεταφοράς στη Μάλτα, με τον απεσταλμένο του διαδόχου της Βαυαρίας και μετέπειτα βασιλιά Λουδοβίκου να πλειοδοτεί των γαλλικών και αγγλικών προσφορών, για να καταλήξουν, μετά από μια μικρή περιπέτεια, οι Αιγινήτες Πολεμιστές το 1814 στη Γερμανία και να κοσμούν από τότε την περίφημη γλυπτοθήκη του Μονάχου, η οποία θα ήταν πολύ φτωχή χωρίς τα Αιγινήτικα Μάρμαρα, όπως λέγονται και προβάλλονται.

Ποιος ήταν όμως ο πολιτισμός αυτός που ανέδειξε τέτοια αριστουργήματα τέχνης και ανοικοδόμησε ένα τέτοιο περίλαμπρο ναό, όπως αυτός της Αφαίας, αρκετές δεκαετίες μάλιστα πριν την ανοικοδόμηση της Ακρόπολης και του Παρθενώνα στην κλασική Αθήνα;  Η Αίγινα, η πρώτη πρωτεύουσα του νεότερου Ελληνικού κράτους, έδρα του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, έχει ιστορία πολιτισμού που ανάγεται στην 4η χιλιετία π.Χ.. Ανήκε στην ίδια πολιτιστική ενότητα με τις Κυκλάδες και τη Μινωική Κρήτη. Έχουν ανακαλυφθεί στην Αίγινα ερείπια προϊστορικών οικισμών και οχυρώσεων καθώς και δείγματα των περίφημων κυκλαδικών αγαλματιδίων, τα οποία και εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Κατά την παράδοση οι πρώτοι κάτοικοι της Αίγινας ήταν οι Μυρμιδόνες, ο λαός του ομηρικού Αχιλλέα, από τη Ν. Θεσσαλία, όπου και το σχετικό τοπωνύμιο Αιγίνιον. Πρώτος της  βασιλιάς ήταν ο σεβάσμιος Αιακός, πατέρας του Τελαμώνα και του Πηλέα, παππούς των ομηρικών ηρώων Τεύκρου, Αίαντα και Αχιλλέα. Μαζί με τον Ραδάμανθυ και τον Μίνωα θεωρείτο κριτής των νεκρών στο κάτω κόσμο.
Ο Όμηρος αναφέρει (Ιλιάς Β,59) πως οι Αιγινήτες έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με ογδόντα ΄΄μελαίνας νύας΄΄ και ο Ησίοδος βεβαιώνει (Οιήες 32/76) πως πρώτοι οι Αιγινήτες δέσανε τα ξύλα και έφτιαξαν τα καράβια που κάνουνε ζερβόδεξα το κύμα να στρουμφίζει και πρώτοι βάλαν τα πανιά, φτερά στα πελαγόδρομα καράβια (μετάφρ. Λεκατσά). Φαίνεται πως από τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους η Αίγινα αναδεικνύεται πρωτοπόρος στη ναυπηγική και στη ναυτιλία και χάριν των τολμηρών θαλασσοπόρων κατοίκων της, που αναδεικνύονται σε δεξιοτέχνες χειριστές των ιστίων και των πλοίων, εξελίσσεται σε μια μεγάλη ναυτική δύναμη με τα καράβια της να φτάνουν σε κάθε γωνιά της λεκάνης της Μεσογείου. Αποικίες των Αιγινητών δημιουργήθηκαν στην Κρήτη (η Κυδωνία, τα σημερινά Χανιά και οι Οβρικοί), στην Παφλαγονία (η πόλη Αιγινήτης) ακόμα και στη Μαύρη Θάλασσα ενώ σημαντικές παροικίες των Αιγινητών αναφέρει ο Ηρόδοτος, όπως στη Ναύκρατι της Αιγύπτου, όπου διέθεταν και ιδιαίτερους χώρους λατρείας.
Πέρα από τη ναυτική τέχνη και δεξιότητα οι Αιγινήτες ανέπτυξαν και εμπορικές και χρηματοοικονομικές ικανότητες, αφού πρώτοι αυτοί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη προχώρησαν στην κοπή αργυρού νομίσματος, της περίφημης ‘’Χελώνας’’, με μεγάλη κυκλοφορία, χάρις και στα άφθονα κοιτάσματα αργύρου που γύρω στο 750 π.Χ. ανακάλυψαν και εκμεταλλεύτηκαν οι Αιγινήτες στην Ταρτησσό της Ισπανίας. Η κυκλοφορία του νομίσματος διευκόλυνε αφάνταστα τις συναλλαγές τους και έδωσε μεγάλη ώθηση στο εμπόριο και την οικονομική τους εν γένει ανάπτυξη.
 Η Αίγινα, έφτασε να θαλασσοκρατεί σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο από το 734 έως το 459 π.Χ. φτάνοντας στο απόγειο της ναυτικής δύναμης και του πλούτου της γύρω στον 6ο π.Χ. αιώνα με παράλληλη βεβαίως πολιτιστική και καλλιτεχνική ανάπτυξη. Η τέχνη και μάλιστα η γλυπτική άνθισε  ιδιαίτερα στην Αίγινα με ονομαστούς γλύπτες τον Μίλι, τον Κάλλωνα, τον Ονάτα, τον Γλαυκία και άλλους. Εξαιρετικό δημιούργημα, σύμβολο της  οικονομικής αυτής ακμής, της υψηλής τέχνης και του πολιτισμού της Αίγινας υπήρξε ο ναός της Αφαίας, χτισμένος, γύρω στο 500 π.Χ., στην κορυφή ενός πευκόφυτου λόφου, σε σημείο όπου δεσπόζει σε όλη τη γύρω  περιοχή, με απέραντη πανοραμική θέα στη θάλασσα. Στη θέση αυτή προϋπήρχαν δύο προγενέστεροι ναοί των ιστορικών χρόνων, ενώ έχουν βρεθεί και πήλινα ειδώλια της Μυκηναϊκής εποχής. Ο ναός, που διατηρείται σήμερα σε αρκετά καλή κατάσταση, είναι δωρικός περίπτερος, πάνω σε βάση 32 Χ 16,50 μ. με 6 Χ 12 κίονες, πολλοί των οποίων στέκουν ακόμα όρθιοι με τμήμα του θριγκού και δίνουν σαφή εικόνα του αρχαίου ναού. Τα γλυπτά που βρίσκονται σήμερα στο Μόναχο αποτελούσαν το διάκοσμο του δυτικού και του ανατολικού αετώματος και πρόκειται για σημαντικότατα δείγματα στην ιστορία της Ελληνικής γλυπτικής. Το 490 π.Χ. κατασκευάστηκε η δυτική πλευρά και το 480 π.Χ η ανατολική, επειδή ανακατασκευάστηκε μετά από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, στην οποία οι Αιγινήτες συμμετείχαν με 30 πλοία και διακρίθηκαν για τον ηρωισμό τους, συμβάλλοντας αποφασιστικά μαζί με τους Αθηναίους στην έκβαση της ναυμαχίας. Η διαφορά μιας δεκαετίας στην κατασκευή των δύο γλυπτών παραστάσεων συμπίπτει ακριβώς με τη μετάβαση από την αρχαϊκή τέχνη στη γεμάτη νεύρο και ζωντάνια κλασική γλυπτική, την οποία παρουσιάζει ξεκάθαρα και η οποία φυσικά βρίσκει την αποκορύφωσή της στα γλυπτά του Παρθενώνα. Τα θέματα των δύο αυτών αετωματικών παραστάσεων ήταν παρόμοια αφού πρόκειται για αναπαραστάσεις μάχης μεταξύ αντιπάλων στρατιωτικών ομάδων με δεσπόζουσα και στις δύο συνθέσεις στο κέντρο τη μορφή της Αθηνάς, της θεάς της σοφίας, με την οποία ταυτίζεται κατά την παράδοση η τοπική θεά  Άφα ή Αφαία. Πρόκειται για τις δύο εκστρατείες που πραγματοποίησαν οι Έλληνες, σύμφωνα με τη μυθολογία, εναντίον της Τροίας, η πρώτη με τον Ηρακλή και τον Τελαμώνα εναντίον του βασιλιά Λαομέδοντα, στο δυτικό αέτωμα, και η δεύτερη με τον Αγαμέμνονα, τον Αίαντα, τον Τεύκρο και τον Αχιλλέα, εναντίον του βασιλιά Πρίαμου, στο ανατολικό. Όλα αυτά τα γλυπτά ήταν δουλεμένα τέλεια, απ’ όλες τις πλευρές, ολόγλυφα και περίοπτα, όπως λέγονται, παρόλο που η πίσω τους πλευρά, προς τον τοίχο του αετώματος, δε θα γινόταν ποτέ ορατή παρά μόνο στην περίπτωση αποκαθηλώσεώς τους, όπως και συμβαίνει σήμερα δυστυχώς, πράγμα που δε μπορούσε βέβαια να είναι μέσα στις προβλέψεις του δημιουργού τους. Τα αγάλματα αυτά έκαναν εξαιρετική εντύπωση στους Γερμανούς και τους άλλους Ευρωπαίους γιατί ήταν τα πρώτα αρχαϊκά αγάλματα που είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά. Το ιδιαίτερο μάλιστα ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε και σε ένα άλλο χαρακτηριστικό των γλυπτών αυτών. Πέρα από τη λεπτή και εξαιρετική τέχνη τους τα γλυπτά  διατηρούσαν, και διατηρούν μέχρι  σήμερα, εμφανή ίχνη χρωμάτων, όπως το κόκκινο στα κράνη και στα λοφία που φορούν οι πολεμιστές, καθώς και στο αίμα που έρρεε από τις πληγές, το μπλέ στο τύμπανο (φόντο) του αετώματος, το κίτρινο  στα ενδύματα και άλλα με σχέδια στις στολές και στα όπλα, όλα αυτά άλλαζαν την μέχρι τότε εντύπωση που υπήρχε πως τα αρχαία ελληνικά αγάλματα ήταν λιτά και λευκά, με το φυσικό χρώμα του μαρμάρου.
Από το 1830 οι Αιγινήτες Πολεμιστές εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Μονάχου και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα όχι ακρωτηριασμένοι και  λειψοί. Οι Γερμανοί τους ήθελαν ακμαίους και αρτιμελείς γι αυτό ζήτησαν από τον μεγάλο Δανό γλύπτη Bertel Thorvaldsen να συμπληρώσει και να αποκαταστήσει την αρτιμέλεια των γλυπτών, πράγμα που έκανε με εξαιρετική επιτυχία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τους βομβαρδισμούς του Μονάχου το Μουσείο έκλεισε για να αποκαταστήσει τις ζημιές του και μετά από εργασίες συντηρήσεως οι Αιγινήτες Πολεμιστές αποχωρίστηκαν από τα πρόσθετα μέλη τους και εκτίθενται  από το 1963 στην αίθουσα με τα Αιγινήτικα Μάρμαρα, στις θέσεις ακριβώς που κατείχαν στα αετώματα του ναού της Αφαίας.
Ακριβώς 200 χρόνια από την πρώτη αποκάλυψή τους, στις 13 Απριλίου 2011, έγιναν τα  εγκαίνια μιας έκθεσης, με την οποία εόρτασαν οι Γερμανοί το γεγονός του εκπατρισμού τους. «Μάχες για την Τροία. Διακόσια χρόνια Αιγινήτες» την ονόμασαν. Στην έκθεση αυτή τα αυθεντικά Αιγινήτικα γλυπτά εκτέθηκαν παράλληλα με τις προσθήκες τους, που κατασκεύασε ο γλύπτης Thorvaldsen και έχουν αποκτήσει καλλιτεχνική αξία, αυτή τη φορά όμως συμπληρωμένες με ακριβή αντίγραφα των παρακειμένων αυθεντικών γλυπτών.
 Τα χρώματα τα οποία προσθέτουν οι Γερμανοί αρχαιολόγοι στα αιγινήτικα γλυπτά, αποκαθιστώντας τα κατά προσέγγιση την αυθεντική τους μορφή που είχαν πάνω στα αετώματα του ναού της Αφαίας στην Αίγινα, δίνουν μια ζωντάνια στους Αιγινήτες Πολεμιστές και μια ξενίζουσα θεατρικότητα στις μορφές τους. Έτσι μάλιστα όπως τα έφεραν χρωματισμένα,  κάποια απ’ αυτά προ ετών στην Αθήνα σε έκθεση στο Αρχαιολογικό  Μουσείο ήταν σαν να ζωντάνευαν έτοιμα να μιλήσουν.
Τι θα έλεγαν, άραγε, στους σημερινούς  Γερμανούς, αν μπορούσαν να τους απευθύνουν το λόγο, οι αυθεντικοί αυτοί Αιγινήτες αρχαίοι ήρωες; Σας ευχαριστούμε, ίσως έλεγαν, για τη φιλοξενία δύο αιώνων, όσο καλά, όμως, κι αν είναι τα δώρα σας και οι τιμές που μας προσφέρετε, η νοσταλγία και η πίκρα της ξενιτιάς δε μας αφήνουν να τα απολαύσουμε. Νοσταλγούμε τους πευκόφυτους λόφους και τα γαλάζια ακρογιάλια της πατρίδας μας της Αίγινας, αναζητούμε την ημέρα της επιστροφής στη χώρα που μας γέννησε. Έχουμε νέους επικούς αγώνες να αναλάβουμε και να θυμίσουμε στους νέους κατοίκους του νησιού της Αίγινας και ολόκληρης της ελληνικής πατρίδας πως από την αρχαιότητα οι Έλληνες ξέρουν να δίνουν μάχες ηρωικές και να τις κερδίζουν.
Είθε και εμείς οι νέοι Έλληνες να επιδιώξουμε και να πετύχουμε όχι μόνο την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα στο καινούριο Μουσείο της Ακρόπολης, για την οποία τόσο λόγος κατά καιρούς γίνεται, αλλά και την επιστροφή των ξενιτεμένων αυτών «Αιγινητών Πολεμιστών», σε ένα αντίστοιχο καινούργιο μουσείο, αντίκρυ στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα, όπου θα μπορούσαν να αναδειχτούν μαζί, το κάλος των αρχαίων γλυπτών και η ομορφιά του τόπου που τους δημιούργησε, ως μια δυναμική προοπτική για ένα εξ ίσου με το παρελθόν ένδοξο μέλλον. Να ευχηθούμε όμως και κάτι ακόμα καλύτερο και σπουδαιότερο. Ως Έλληνες πρέπει να επιδιώξουμε και να επιτύχουμε, εκτός από την επιστροφή των αρχαίων μαρμάρων και την επιστροφή στον τόπο μας της υπερηφάνειας για την ιστορία και τον πολιτισμό μας που δημιούργησε τους θησαυρούς αυτούς. Να συνειδητοποιήσουμε την ανωτερότητα του διαχρονικού ελληνικού και χριστιανικού μας πολιτισμού και να μην θυσιάζουμε αντί πινακίου φακής ή οπουδήποτε άλλου ανταλλάγματος τις αξίες της φιλοπατρίας, της ανθρωπιάς και της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης μας, τις αξίες ακριβώς αυτές που μας ανέδειξαν ανά τους αιώνες σε πνευματικούς διδασκάλους της ανθρωπότητας και συνδημιουργούς του πανανθρώπινου πολιτισμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αίγινα, Επτά ημέρες, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7 Σεπτ. 1997.
Αίγινα, εγκυκλ. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 4, Αθήνα, 1997.
Α.Ρ. Ραγκαβή, Απομνημονεύματα, τ. 4, εκδ. Γεώργιος Κασδόνης, εν Αθήναις, 1895-1930.
Γ. Κουλικούρδη-Σπ. Αλεξίου, Αίγινα, Αθήναι, χ.χ.
Ο πυρετός των Μαρμάρων, Συλλογικό έργο, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1996. (Επιμέλεια-εισαγωγή: Γιώργος Τόλιας, μετάφρ.: Γιώργος Δεπάστας-Βούλα Λούβρου).
Οι κλεμμένοι ’’Αιγινήτες’’ στο Μόναχο, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 20 Μαρτ. 2011.
Π. Ηρειώτου, Αιγινητικά, Αθήναι 1891.
Χ. Βάλτερ, Ο κόσμος της αρχαίας Αίγινας 3000-1000 π. Χ. (ελλην. μετάφρ. 1985).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου